- ουρανόφι(ν)
- οὐρανόφι(ν) (Α)επίρρ. στον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + επιρρμ. κατάλ. -φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Οὐρανόφι — Οὐρανός heaven masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανόφι — οὐρανός heaven masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek